- βρεγματικός
- η , ό[ν] теменной
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βρεγματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο βρέγμα 2. «βρεγματικά οστά» τα οστά του κρανίου που σχηματίζουν ένα μέρος του πλάγιου και του επάνω σκελετού της κεφαλής από κάθε πλευρά … Dictionary of Greek
βρεγματικός — ή, ό αυτός που ανήκει στο βρέγμα: Τα βρεγματικά οστά του προσώπου είναι δύο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… … Dictionary of Greek
νήσος — η (ΑΜ νῆσος, Α δωρ. τ. νᾱσος και ροδ. τ. νᾱσσος) έκταση ξηράς, μικρότερη από ήπειρο, η οποία περιβάλλεται από ύδατα, νησί νεοελλ. φρ. «νήσος τού Ράιλ» ανατ. τμήμα τού φλοιού τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων που βρίσκεται κάτω από την καλύπτρα, την… … Dictionary of Greek
ρυγχοκέφαλα — (Rhynchocephalia). Τάξη ερπετών, που ανήκουν στα λεπιδοσαύρια. Ο κυριότερος εκπρόσωπός τους είναι το γένος σφηνόδους, ένα από τα πιο πρωτόγονα ερπετά, του οποίου υπάρχει μόνο ένα είδος ο σφηνόδους ο στικτός. Η διάκριση ανάμεσα στο σφηνόδοντα και… … Dictionary of Greek